ἀρεστήρ

ἀρεστήρ
ἀρεστήρ
a cake
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀρεστῆρας — ἀρεστήρ a cake masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρεστήριος — ἀρεστήριος, α, ον (Α) ο ικετευτικός («ἀρεστήριοι θυσίαι» θυσίες που έχουν σκοπό να εξιλεώσουν κάποιον θεό). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρεστήρ < αρέσκω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”